παύλα
Greek
Noun
παύλα • (pávla) f (plural παύλες)
- (typography) em dash, hyphen
- διπλή παύλα ― diplí pávla ―(double dash, "— —")
- (typography) quotation dash
Usage notes
- — Μιλάει σοβαρά; ρώτησε την Μαρία. ("Is he serious?" he asked Maria.)
- — Ναι, σίγουρα, αποκρίθηκε. ("Yes, certainly", she replied.)
- Compare this with εισαγωγικά ( « » ), which are also used for recording Greek speech.
Declension
declension of παύλα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παύλα • | παύλες • |
genitive | παύλας • | παυλών • |
accusative | παύλα • | παύλες • |
vocative | παύλα • | παύλες • |
See also
- ( . ) τελεία
- ( , ) κόμμα, υποδιαστολή
- ( : ) άνω και κάτω τελεία
- ( · ) άνω τελεία
- ( ; ) ερωτηματικό
- ( ! ) θαυμαστικό
- ( « » ) εισαγωγικά
- ( " ) ( “ ” ) εισαγωγικά
- ( ' ) ( ‘ ’ ) εισαγωγικά
- ( ' ) ( ’ ) απόστροφος
- ( ¨ ) διαλυτικά
- ( ΄ ) τόνος
- see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)
Further reading
International variation in quotation marks on Wikipedia.Wikipedia
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.