απόστροφος
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀπόστροφος (apóstrophos).
Pronunciation
- IPA(key): [aˈpɔstɾɔfɔs]
Declension
declension of απόστροφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απόστροφος • | απόστροφοι • |
genitive | αποστρόφου • | αποστρόφων • |
accusative | απόστροφο • | αποστρόφους • |
vocative | απόστροφε • | απόστροφοι • |
Related terms
- αποστροφή f (apostrofí, “disgust”)
- αποστρέφω (apostréfo, “to turn away”)
See also
- ( . ) τελεία
- ( , ) κόμμα, υποδιαστολή
- ( : ) άνω και κάτω τελεία
- ( · ) άνω τελεία
- ( ; ) ερωτηματικό
- ( ! ) θαυμαστικό
- ( « » ) εισαγωγικά
- ( " ) ( “ ” ) εισαγωγικά
- ( ' ) ( ‘ ’ ) εισαγωγικά
- ( ' ) ( ’ ) απόστροφος
- ( ¨ ) διαλυτικά
- ( ΄ ) τόνος
- see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.