προλαμβάνω
Greek
Verb
προλαμβάνω • (prolamváno) (simple past πρόλαβα, passive προλαμβάνομαι)
- (transitive) forestall, anticipate
Conjugation
προλαμβάνω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | προλαμβάνω | προλάμβανα | θα προλαμβάνω | να προλαμβάνω | |
2s | προλαμβάνεις | προλάμβανες | θα προλαμβάνεις | να προλαμβάνεις | προλάμβανε |
3s | προλαμβάνει | προλάμβανε | θα προλαμβάνει | να προλαμβάνει | |
1p | προλαμβάνουμε, προλαμβάνομε | προλαμβάναμε | θα προλαμβάνουμε, προλαμβάνομε | να προλαμβάνουμε, προλαμβάνομε | |
2p | προλαμβάνετε | προλαμβάνατε | θα προλαμβάνετε | να προλαμβάνετε | προλαμβάνετε |
3p | προλαμβάνουν, προλαμβάνουνε | προλάμβαναν, προλαμβάναν, προλαμβάνανε | θα προλαμβάνουν, προλαμβάνουνε | να προλαμβάνουν, προλαμβάνουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | προλάβω | πρόλαβα | θα προλάβω | να προλάβω | |
2s | προλάβεις | πρόλαβες | θα προλάβεις | να προλάβεις | πρόλαβε |
3s | προλάβει | πρόλαβε | θα προλάβει | να προλάβει | |
1p | προλάβουμε, προλάβομε | προλάβαμε | θα προλάβουμε, προλάβομε | να προλάβουμε, προλάβομε | |
2p | προλάβετε | προλάβατε | θα προλάβετε | να προλάβετε | προλάβετε |
3p | προλάβουν, προλάβουνε | πρόλαβαν, προλάβαν, προλάβανε | θα προλάβουν, προλάβουνε | να προλάβουν, προλάβουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω προλάβει | είχα προλάβει | θα έχω προλάβει | να έχω προλάβει | |
2s | έχεις προλάβει | είχες προλάβει | θα έχεις προλάβει | να έχεις προλάβει | |
3s | έχει προλάβει | είχε προλάβει | θα έχει προλάβει | να έχει προλάβει | |
1p | έχουμε προλάβει | είχαμε προλάβει | θα έχουμε προλάβει | να έχουμε προλάβει | |
2p | έχετε προλάβει | είχατε προλάβει | θα έχετε προλάβει | να έχετε προλάβει | |
3p | έχουν προλάβει | είχαν προλάβει | θα έχουν προλάβει | να έχουν προλάβει | |
Participle: | προλαμβάνοντας | Non-finite ‡ | προλάβει | 165, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
See also
- προλαβαίνω (prolavaíno, “to catch, to avert”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.