άγνωστος

Grec

Étymologie

Du grec ancien ἄγνωστος, ágnôstos  inconnu »).

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif άγνωστος άγνωστη άγνωστο
génitif άγνωστου άγνωστης άγνωστου
accusatif άγνωστο άγνωστη άγνωστο
vocatif άγνωστε άγνωστη άγνωστο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif άγνωστοι άγνωστες άγνωστα
génitif άγνωστων άγνωστων άγνωστων
accusatif άγνωστους άγνωστες άγνωστα
vocatif άγνωστοι άγνωστες άγνωστα

άγνωστος \ˈa.ɡnɔs.tɔs\

  1. Ignoré, inconnu.
  2. Qui ne sait pas, ignorant.

Antonymes

  • γνωστός

Apparentés étymologiques

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  άγνωστος οι  άγνωστοι
Génitif του  αγνώστου των  αγνώστων
Accusatif το(ν)  άγνωστο τους  αγνώστους
Vocatif άγνωστε άγνωστοι

άγνωστος \ˈa.ɡnɔs.tɔs\

  1. Inconnu.

Références

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (άγνωστος)
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.