έτερος

Voir aussi : ἕτερος

Grec

Étymologie

Du grec ancien ἕτερος, héteros, utilisé principalement dans des formules figées.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif έτερος έτερη έτερο
génitif έτερου έτερης έτερου
accusatif έτερο έτερη έτερο
vocatif έτερε έτερη έτερο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif έτεροι έτερες έτερα
génitif έτερων έτερων έτερων
accusatif έτερους έτερες έτερα
vocatif έτεροι έτερες έτερα

έτερος (éteros) \ˈɛ.tɛ.ɾɔs\

  1. Autre
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.