έτοιμος
Grec
Étymologie
- Du grec ancien ἕτοιμος, hétoimos.
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | έτοιμος | έτοιμη | έτοιμο | |||
génitif | έτοιμου | έτοιμης | έτοιμου | |||
accusatif | έτοιμο | έτοιμη | έτοιμο | |||
vocatif | έτοιμε | έτοιμη | έτοιμο | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | έτοιμοι | έτοιμες | έτοιμα | |||
génitif | έτοιμων | έτοιμων | έτοιμων | |||
accusatif | έτοιμους | έτοιμες | έτοιμα | |||
vocatif | έτοιμοι | έτοιμες | έτοιμα |
έτοιμος (étimos) \ˈɛ.ti.mɔs\
- Prêt.
- έφτιαξα τις βαλίτσες μου και είμαι έτοιμος για ταξίδι
- ήταν έτοιμος να πεθάνει για την πατρίδα του
Antonymes
- ανέτοιμος
Dérivés
- έσο έτοιμος (devise des scouts grecs)
- ετοιμάζω
- ετοιμασία
- ετοιμότητα
- ετοιμόγεννη
- ετοιμοθάνατος
- ετοιμόλογος
- ετοιμοπαράδοτος
- ετοιμοπόλεμος
- ετοιμόρροπος
- πανέτοιμος
- → voir ετοιμο-
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.