αγαπημένος

Grec

Étymologie

Du verbe αγαπάω (agapáô) (aimer, chérir).

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif αγαπημένος αγαπημένη αγαπημένο
génitif αγαπημένου αγαπημένης αγαπημένου
accusatif αγαπημένο αγαπημένη αγαπημένο
vocatif αγαπημένε αγαπημένη αγαπημένο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif αγαπημένοι αγαπημένες αγαπημένα
génitif αγαπημένων αγαπημένων αγαπημένων
accusatif αγαπημένους αγαπημένες αγαπημένα
vocatif αγαπημένοι αγαπημένες αγαπημένα

αγαπημένος (agapiménos) \a.ɣa.pi.ˈmɛ.nɔs\

  1. Cher, coûteux.
  2. Favori.

Synonymes

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  αγαπημένος οι  αγαπημένοι
Génitif του  αγαπημένου των  αγαπημένων
Accusatif το(ν)  αγαπημένο τους  αγαπημένοι
Vocatif αγαπημένε αγαπημένοι

αγαπημένος (agapiménos) \a.ɣa.pi.ˈmɛ.nɔs\ masculin

  1. Amoureux.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.