ακροστιχίδα
Grec
Étymologie
- Du grec ancien ἀκροστιχίς, akrostikhís
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ακροστιχίδα | οι | ακροστιχίδες |
Génitif | της | ακροστιχίδας | των | ακροστιχίδων |
Accusatif | τη(ν) | ακροστιχίδα | τις | ακροστιχίδες |
Vocatif | ακροστιχίδα | ακροστιχίδες |
ακροστιχίδα (akrostikhídha) \a.kɾɔ.sti.çi.ða\ féminin
- Acrostiche.
- Έλα
Λάβρη θάλασσα
Λατρεύω τις καταιγίδες
Αλλά όμως
Δάκρυα
Απεμπολούν τους φόβους μου
- Έλα
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.