αλβανικός

Grec

Étymologie

→ voir Αλβανός et -ικός

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif αλβανικός αλβανική αλβανικό
génitif αλβανικού αλβανικής αλβανικού
accusatif αλβανικό αλβανική αλβανικό
vocatif αλβανικέ αλβανική αλβανικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif αλβανικοί αλβανικές αλβανικά
génitif αλβανικών αλβανικών αλβανικών
accusatif αλβανικούς αλβανικές αλβανικά
vocatif αλβανικοί αλβανικές αλβανικά

αλβανικός (alvanikós) \al.va.ni.ˈkɔs\

  1. Albanais.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.