αναιμικός

Grec

Étymologie

→ voir αναιμία et -ικός.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif αναιμικός αναιμική αναιμικό
génitif αναιμικού αναιμικής αναιμικού
accusatif αναιμικό αναιμική αναιμικό
vocatif αναιμικέ αναιμική αναιμικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif αναιμικοί αναιμικές αναιμικά
génitif αναιμικών αναιμικών αναιμικών
accusatif αναιμικούς αναιμικές αναιμικά
vocatif αναιμικοί αναιμικές αναιμικά

αναιμικός (anemikós) \a.nɛ.mi.ˈkɔs\

  1. Anémique.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.