αποκρουστικός
Grec
Étymologie
- Du grec ancien ἀποκρουστικός, apokroustikós.
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | αποκρουστικός | αποκρουστική | αποκρουστικό | |||
génitif | αποκρουστικού | αποκρουστικής | αποκρουστικού | |||
accusatif | αποκρουστικό | αποκρουστική | αποκρουστικό | |||
vocatif | αποκρουστικέ | αποκρουστική | αποκρουστικό | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | αποκρουστικοί | αποκρουστικές | αποκρουστικά | |||
génitif | αποκρουστικών | αποκρουστικών | αποκρουστικών | |||
accusatif | αποκρουστικούς | αποκρουστικές | αποκρουστικά | |||
vocatif | αποκρουστικοί | αποκρουστικές | αποκρουστικά |
αποκρουστικός (apokroustikós) \a.pɔ.kɾu.sti.ˈkɔs\
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.