γερμανικός ποιμενικός

Grec

Étymologie

Composé de γερμανικός, germanikós  allemand ») et de ποιμενικός, pimenikós  pastoral, de berger »).

Locution nominale

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  γερμανικός ποιμενικός οι  γερμανικοί ποιμενικοί
Génitif του  γερμανικού ποιμενικού των  γερμανικών ποιμενικών
Accusatif το(ν)  γερμανικό ποιμενικό τους  γερμανικούς ποιμενικούς
Vocatif γερμανικέ ποιμενικέ γερμανικοί ποιμενικοί
Γερμανικός ποιμενικός

γερμανικός ποιμενικός, germanikós pimenikós \ʝɛɾ.ma.ni.ˈkɔs pi.mɛ.ni.ˈkɔs\ masculin

  1. (Zoologie) Berger allemand.

Synonymes

  • λυκόσκυλο

Voir aussi

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.