γερμανικός

Grec

Étymologie

→ voir Γερμανία et -ικός.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif γερμανικός γερμανική γερμανικό
génitif γερμανικού γερμανικής γερμανικού
accusatif γερμανικό γερμανική γερμανικό
vocatif γερμανικέ γερμανική γερμανικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif γερμανικοί γερμανικές γερμανικά
génitif γερμανικών γερμανικών γερμανικών
accusatif γερμανικούς γερμανικές γερμανικά
vocatif γερμανικοί γερμανικές γερμανικά

γερμανικός (yermanikós) \ʝɛɾ.ma.ni.ˈkɔs\

  1. Allemand.

Dérivés

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.