γοητευτικός
Grec
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | γοητευτικός | γοητευτική | γοητευτικό | |||
génitif | γοητευτικού | γοητευτικής | γοητευτικού | |||
accusatif | γοητευτικό | γοητευτική | γοητευτικό | |||
vocatif | γοητευτικέ | γοητευτική | γοητευτικό | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | γοητευτικοί | γοητευτικές | γοητευτικά | |||
génitif | γοητευτικών | γοητευτικών | γοητευτικών | |||
accusatif | γοητευτικούς | γοητευτικές | γοητευτικά | |||
vocatif | γοητευτικοί | γοητευτικές | γοητευτικά |
γοητευτικός (goitevtikós) \ɣɔ.i.tɛ.fti.ˈkɔs\
- Charmant.
- γοητευτικό χαμόγελο
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.