γυμνικός

Grec

Étymologie

Du grec ancien.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif γυμνικός γυμνική γυμνικό
génitif γυμνικού γυμνικής γυμνικού
accusatif γυμνικό γυμνική γυμνικό
vocatif γυμνικέ γυμνική γυμνικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif γυμνικοί γυμνικές γυμνικά
génitif γυμνικών γυμνικών γυμνικών
accusatif γυμνικούς γυμνικές γυμνικά
vocatif γυμνικοί γυμνικές γυμνικά

γυμνικός (yimnikós) \ʝi.mni.ˈkɔs\

  1. Gymnique.

Grec ancien

Étymologie

→ voir γυμνός et -ικός.

Adjectif

Cas Singulier Pluriel Duel
Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre
Nominatif γυμνικός γυμνική γυμνικόν γυμνικοί γυμνικαί γυμνικά γυμνικώ γυμνικά γυμνικώ
Vocatif γυμνικέ γυμνική γυμνικόν γυμνικοί γυμνικαί γυμνικά γυμνικώ γυμνικά γυμνικώ
Accusatif γυμνικόν γυμνικήν γυμνικόν γυμνικούς γυμνικάς γυμνικά γυμνικώ γυμνικά γυμνικώ
Génitif γυμνικοῦ γυμνικῆς γυμνικοῦ γυμνικῶν γυμνικῶν γυμνικῶν γυμνικοῖν γυμνικαῖν γυμνικοῖν
Datif γυμνικ γυμνικ γυμνικ γυμνικοῖς γυμνικαῖς γυμνικοῖς γυμνικοῖν γυμνικαῖν γυμνικοῖν

γυμνικός (gymnikós) \ɡʉ.mni.ˈkos\

  1. Gymnique.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.