εγκυκλοπαιδικός
Grec
Étymologie
- → voir εγκυκλοπαίδεια et -ικός.
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | εγκυκλοπαιδικός | εγκυκλοπαιδική | εγκυκλοπαιδικό | |||
génitif | εγκυκλοπαιδικού | εγκυκλοπαιδικής | εγκυκλοπαιδικού | |||
accusatif | εγκυκλοπαιδικό | εγκυκλοπαιδική | εγκυκλοπαιδικό | |||
vocatif | εγκυκλοπαιδικέ | εγκυκλοπαιδική | εγκυκλοπαιδικό | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | εγκυκλοπαιδικοί | εγκυκλοπαιδικές | εγκυκλοπαιδικά | |||
génitif | εγκυκλοπαιδικών | εγκυκλοπαιδικών | εγκυκλοπαιδικών | |||
accusatif | εγκυκλοπαιδικούς | εγκυκλοπαιδικές | εγκυκλοπαιδικά | |||
vocatif | εγκυκλοπαιδικοί | εγκυκλοπαιδικές | εγκυκλοπαιδικά |
εγκυκλοπαιδικός (enkiklopedhikós) \ɛŋ.ɟi.klɔ.pɛ.ði.ˈkɔs\
- Encyclopédique.
- ένα εγκυκλοπαιδικό άρθρο.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.