ειρωνικός
Grec
Étymologie
- Du grec ancien εἰρωνικός, eirônikós.
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | ειρωνικός | ειρωνική | ειρωνικό | |||
génitif | ειρωνικού | ειρωνικής | ειρωνικού | |||
accusatif | ειρωνικό | ειρωνική | ειρωνικό | |||
vocatif | ειρωνικέ | ειρωνική | ειρωνικό | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | ειρωνικοί | ειρωνικές | ειρωνικά | |||
génitif | ειρωνικών | ειρωνικών | ειρωνικών | |||
accusatif | ειρωνικούς | ειρωνικές | ειρωνικά | |||
vocatif | ειρωνικοί | ειρωνικές | ειρωνικά |
ειρωνικός (ironikós) \i.ɾɔ.ni.ˈkɔs\
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.