εκκεντρικότητα
Grec
Étymologie
- Dérivé de εκκεντρικός avec le suffixe -ότητα.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | εκκεντρικότητα | οι | εκκεντρικότητες |
Génitif | της | εκκεντρικότητας | των | εκκεντρικοτήτων |
Accusatif | τη(ν) | εκκεντρικότητα | τις | εκκεντρικότητες |
Vocatif | εκκεντρικότητα | εκκεντρικότητες |
εκκεντρικότητα (ekkendrikótita) \ɛ.cɛn.dɾi.ˈkɔ.ti.ta\ féminin
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.