εξαντλητικός
Grec
Étymologie
- → voir εξαντλώ.
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | εξαντλητικός | εξαντλητική | εξαντλητικό | |||
génitif | εξαντλητικού | εξαντλητικής | εξαντλητικού | |||
accusatif | εξαντλητικό | εξαντλητική | εξαντλητικό | |||
vocatif | εξαντλητικέ | εξαντλητική | εξαντλητικό | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | εξαντλητικοί | εξαντλητικές | εξαντλητικά | |||
génitif | εξαντλητικών | εξαντλητικών | εξαντλητικών | |||
accusatif | εξαντλητικούς | εξαντλητικές | εξαντλητικά | |||
vocatif | εξαντλητικοί | εξαντλητικές | εξαντλητικά |
εξαντλητικός (exandlitikós) \ɛk.san.dli.ti.ˈkɔs\
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.