επεισοδιακός
Grec
Étymologie
- → voir επεισόδιο.
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | επεισοδιακός | επεισοδιακή | επεισοδιακό | |||
génitif | επεισοδιακού | επεισοδιακής | επεισοδιακού | |||
accusatif | επεισοδιακό | επεισοδιακή | επεισοδιακό | |||
vocatif | επεισοδιακέ | επεισοδιακή | επεισοδιακό | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | επεισοδιακοί | επεισοδιακές | επεισοδιακά | |||
génitif | επεισοδιακών | επεισοδιακών | επεισοδιακών | |||
accusatif | επεισοδιακούς | επεισοδιακές | επεισοδιακά | |||
vocatif | επεισοδιακοί | επεισοδιακές | επεισοδιακά |
επεισοδιακός (episodhiakós) \ɛ.pi.sɔ.ði.a.ˈkɔs\
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.