ερωτικός

Grec

Étymologie

Du grec ancien ἐρωτικός, erôtikós.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ερωτικός ερωτική ερωτικό
génitif ερωτικού ερωτικής ερωτικού
accusatif ερωτικό ερωτική ερωτικό
vocatif ερωτικέ ερωτική ερωτικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ερωτικοί ερωτικές ερωτικά
génitif ερωτικών ερωτικών ερωτικών
accusatif ερωτικούς ερωτικές ερωτικά
vocatif ερωτικοί ερωτικές ερωτικά

ερωτικός (erotikós) \ɛ.ɾɔ.ti.ˈkɔs\

  1. Érotique.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.