ηδονικός

Grec

Étymologie

Du grec ancien ἡδονικός, hêdonikós.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ηδονικός ηδονική ηδονικό
génitif ηδονικού ηδονικής ηδονικού
accusatif ηδονικό ηδονική ηδονικό
vocatif ηδονικέ ηδονική ηδονικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ηδονικοί ηδονικές ηδονικά
génitif ηδονικών ηδονικών ηδονικών
accusatif ηδονικούς ηδονικές ηδονικά
vocatif ηδονικοί ηδονικές ηδονικά

ηδονικός (idhonikós) \i.ðɔ.ni.ˈkɔs\

  1. Hédonique.


    Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.