ηφαιστειολόγος
Grec
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | ηφαιστειολόγος | οι | ηφαιστειολόγοι |
Génitif | του | ηφαιστειολόγου | των | ηφαιστειολόγων |
Accusatif | το(ν) | ηφαιστειολόγο | τους | ηφαιστειολόγους |
Vocatif | ηφαιστειολόγε | ηφαιστειολόγοι |
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ηφαιστειολόγος | οι | ηφαιστειολόγοι |
Génitif | της | ηφαιστειολόγου | των | ηφαιστειολόγων |
Accusatif | τη(ν) | ηφαιστειολόγο | τις | ηφαιστειολόγους |
Vocatif | ηφαιστειολόγο | ηφαιστειολόγοι |
ηφαιστειολόγος (ifestiológos) \i.fe.sti.ɔ.ˈlɔ.ɣɔs\ masculin et féminin identiques
- (Géologie) Volcanologue.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.