ικανοποίηση
Grec
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ικανοποίηση | οι | ικανοποιήσεις |
Génitif | της | ικανοποίησης ικανοποιήσεως |
των | ικανοποιήσεων |
Accusatif | τη(ν) | ικανοποίηση | τις | ικανοποιήσεις |
Vocatif | ικανοποίηση | ικανοποιήσεις |
ικανοποίηση (ikanopíisi) \i.ka.nɔ.ˈpi.i.si\ féminin
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.