ισοδύναμος
Grec
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | ισοδύναμος | ισοδύναμη | ισοδύναμο | |||
génitif | ισοδύναμου | ισοδύναμης | ισοδύναμου | |||
accusatif | ισοδύναμο | ισοδύναμη | ισοδύναμο | |||
vocatif | ισοδύναμε | ισοδύναμη | ισοδύναμο | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | ισοδύναμοι | ισοδύναμες | ισοδύναμα | |||
génitif | ισοδύναμων | ισοδύναμων | ισοδύναμων | |||
accusatif | ισοδύναμους | ισοδύναμες | ισοδύναμα | |||
vocatif | ισοδύναμοι | ισοδύναμες | ισοδύναμα |
ισοδύναμος, isodínamos \i.sɔ.ˈði.na.mɔs\
Dérivés
- ισοδυναμία
- ισοδυναμώ
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.