κάτοπτρο
Grec
Étymologie
- Du grec ancien κάτοπτρον, kátoptron.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | κάτοπτρο | τα | κάτοπτρα |
Génitif | του | κατόπτρου | των | κατόπτρων |
Accusatif | το | κάτοπτρο | τα | κάτοπτρα |
Vocatif | κάτοπτρο | κάτοπτρα |
κάτοπτρο (kátoptro) \ˈka.tɔ.ptrɔ\ neutre
- Miroir.
- Αυτό το τηλεσκόπιο είχε ένα κάτοπτρο διαμέτρου 40 μέτρων.
- Ce télescope avait un miroir de 40 mètres de diamètre.
- Αυτό το τηλεσκόπιο είχε ένα κάτοπτρο διαμέτρου 40 μέτρων.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.