κίσσα
Grec
Étymologie
- Du grec ancien κίσσα, kíssa.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | κίσσα | οι | κίσσες |
Génitif | της | κίσσας | των | κισσών |
Accusatif | τη(ν) | κίσσα | τις | κίσσες |
Vocatif | κίσσα | κίσσες |
κίσσα (kíssa) \ˈki.sa\ féminin
- (Zoologie) Pie.
- Η κίσσα έχει ιδιαίτερα αναπτυγμένη νοημοσύνη, αγαπάει τα έντονα χρώματα και τα λαμπερά αντικείμενα, και συχνά στολίζει με αυτά την φωλιά της. Η φωνή της μοιάζει με κράξιμο, ωστόσο μπορεί να μιμηθεί φωνές άλλων πουλιών, ακόμα και ζώων. Αν τη μεγαλώσει κάποιος από μικρή, εξημερώνεται και δένεται με τον άνθρωπο.
Grec ancien
Étymologie
- D’une forme *kikia, d’une onomatopée *kik- et apparenté à Häher en allemand.
Variantes
Références
- « κίσσα », dans Henry George Liddell, Robert Scott, An Intermediate Greek-English Lexicon, 1889 → consulter cet ouvrage
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.