καταπληκτικός
Grec
Étymologie
- Du grec ancien καταπληκτικός, kataplêktikos, dérivé de κατάπληκτος, katáplêktos avec le suffixe -ικός, -ikós, de καταπλήσσω, kataplêssô (« étonner, stupéfier »).
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | καταπληκτικός | καταπληκτική | καταπληκτικό | |||
génitif | καταπληκτικού | καταπληκτικής | καταπληκτικού | |||
accusatif | καταπληκτικό | καταπληκτική | καταπληκτικό | |||
vocatif | καταπληκτικέ | καταπληκτική | καταπληκτικό | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | καταπληκτικοί | καταπληκτικές | καταπληκτικά | |||
génitif | καταπληκτικών | καταπληκτικών | καταπληκτικών | |||
accusatif | καταπληκτικούς | καταπληκτικές | καταπληκτικά | |||
vocatif | καταπληκτικοί | καταπληκτικές | καταπληκτικά |
καταπληκτικός, katapliktikós \ka.ta.pli.kti.ˈkɔs\
- Chouette, terrible, pas mal.
- Είναι καταπληκτικό αυτό το βιβλίο!
- Il est chouette ce livre !
- Είναι καταπληκτικό αυτό το βιβλίο!
Dérivés
- καταπληκτικά
Apparentés étymologiques
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.