καταστροφικός

Grec

Étymologie

Dérivé de καταστροφή avec le suffixe -ικός.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif καταστροφικός καταστροφική καταστροφικό
génitif καταστροφικού καταστροφικής καταστροφικού
accusatif καταστροφικό καταστροφική καταστροφικό
vocatif καταστροφικέ καταστροφική καταστροφικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif καταστροφικοί καταστροφικές καταστροφικά
génitif καταστροφικών καταστροφικών καταστροφικών
accusatif καταστροφικούς καταστροφικές καταστροφικά
vocatif καταστροφικοί καταστροφικές καταστροφικά

καταστροφικός (katastrofikós) \ka.ta.stɾɔ.fi.ˈkɔs\

  1. Catastrophique, désastreux.
    Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.