μεσαιωνικός
Grec
Étymologie
- → voir Μεσαίωνας.
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | μεσαιωνικός | μεσαιωνική | μεσαιωνικό | |||
génitif | μεσαιωνικού | μεσαιωνικής | μεσαιωνικού | |||
accusatif | μεσαιωνικό | μεσαιωνική | μεσαιωνικό | |||
vocatif | μεσαιωνικέ | μεσαιωνική | μεσαιωνικό | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | μεσαιωνικοί | μεσαιωνικές | μεσαιωνικά | |||
génitif | μεσαιωνικών | μεσαιωνικών | μεσαιωνικών | |||
accusatif | μεσαιωνικούς | μεσαιωνικές | μεσαιωνικά | |||
vocatif | μεσαιωνικοί | μεσαιωνικές | μεσαιωνικά |
μεσαιωνικός (meseonikós) \mɛ.sɛ.ɔ.ni.ˈkɔs\
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.