μολδαβικός

Grec

Étymologie

Du nom du pays Μολδαβία (« la Moldavie »).

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif μολδαβικός μολδαβική μολδαβικό
génitif μολδαβικού μολδαβικής μολδαβικού
accusatif μολδαβικό μολδαβική μολδαβικό
vocatif μολδαβικέ μολδαβική μολδαβικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif μολδαβικοί μολδαβικές μολδαβικά
génitif μολδαβικών μολδαβικών μολδαβικών
accusatif μολδαβικούς μολδαβικές μολδαβικά
vocatif μολδαβικοί μολδαβικές μολδαβικά

μολδαβικός, -ή, -ό \mɔl.ða.vi.ˈkɔs\

  1. Moldave.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.