νυμφομανής

Grec

Étymologie

→ voir νυμφομανία.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif νυμφομανής νυμφομανής νυμφομανές
génitif νυμφομανούς νυμφομανούς νυμφομανούς
accusatif νυμφομανή νυμφομανή νυμφομανές
vocatif νυμφομανή νυμφομανής νυμφομανές
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif νυμφομανείς νυμφομανείς νυμφομανή
génitif νυμφομανών νυμφομανών νυμφομανών
accusatif νυμφομανείς νυμφομανείς νυμφομανή
vocatif νυμφομανείς νυμφομανείς νυμφομανή

νυμφομανής (nimfomanís) \niɱ.fɔ.ma.ˈnis\

  1. Nymphomane.

    Nom commun

    Cas Singulier Pluriel
    Nominatif ο  νυμφομανής οι  νυμφομανείς
    Génitif του  νυμφομανή των  νυμφομανών
    Accusatif το(ν)  νυμφομανή τους  νυμφομανείς
    Vocatif νυμφομανή νυμφομανείς
    Cas Singulier Pluriel
    Nominatif η  νυμφομανής οι  νυμφομανείς
    Génitif της  νυμφομανή των  νυμφομανών
    Accusatif τη(ν)  νυμφομανή τις  νυμφομανείς
    Vocatif νυμφομανή νυμφομανείς

    νυμφομανής (nimfomanís) \niɱ.fɔ.ma.ˈnis\ masculin et féminin identiques

    1. Satyriasis.
      • Nymphomane.
        Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.