ξεκαρδιστικός

Grec

Étymologie

→ voir ξεκάρδισμα.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ξεκαρδιστικός ξεκαρδιστική ξεκαρδιστικό
génitif ξεκαρδιστικού ξεκαρδιστικής ξεκαρδιστικού
accusatif ξεκαρδιστικό ξεκαρδιστική ξεκαρδιστικό
vocatif ξεκαρδιστικέ ξεκαρδιστική ξεκαρδιστικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ξεκαρδιστικοί ξεκαρδιστικές ξεκαρδιστικά
génitif ξεκαρδιστικών ξεκαρδιστικών ξεκαρδιστικών
accusatif ξεκαρδιστικούς ξεκαρδιστικές ξεκαρδιστικά
vocatif ξεκαρδιστικοί ξεκαρδιστικές ξεκαρδιστικά

ξεκαρδιστικός (xekardhistikós) \ksɛ.kaɾ.ðis.ti.ˈkɔs\

  1. Hilarant.


Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.