ομηρικός

Grec

Étymologie

Du grec ancien ὁμηρικός, homêrikós.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ομηρικός ομηρική ομηρικό
génitif ομηρικού ομηρικής ομηρικού
accusatif ομηρικό ομηρική ομηρικό
vocatif ομηρικέ ομηρική ομηρικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ομηρικοί ομηρικές ομηρικά
génitif ομηρικών ομηρικών ομηρικών
accusatif ομηρικούς ομηρικές ομηρικά
vocatif ομηρικοί ομηρικές ομηρικά

ομηρικός (omirikós) \ɔ.mi.ɾi.ˈkɔs\

  1. Homérique.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.