ομόσπονδος

Grec

Étymologie

Du grec ancien ὁμόσπονδος, homóspondos.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ομόσπονδος ομόσπονδη ομόσπονδο
génitif ομόσπονδου ομόσπονδης ομόσπονδου
accusatif ομόσπονδο ομόσπονδη ομόσπονδο
vocatif ομόσπονδε ομόσπονδη ομόσπονδο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ομόσπονδοι ομόσπονδες ομόσπονδα
génitif ομόσπονδων ομόσπονδων ομόσπονδων
accusatif ομόσπονδους ομόσπονδες ομόσπονδα
vocatif ομόσπονδοι ομόσπονδες ομόσπονδα

ομόσπονδος (omóspondhos) \ɔ.ˈmɔ.spɔn.ðɔs\

  1. Fédéré.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.