παραδοσιακός
Grec
Étymologie
- → voir παράδοση et -ακός.
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | παραδοσιακός | παραδοσιακή | παραδοσιακό | |||
génitif | παραδοσιακού | παραδοσιακής | παραδοσιακού | |||
accusatif | παραδοσιακό | παραδοσιακή | παραδοσιακό | |||
vocatif | παραδοσιακέ | παραδοσιακή | παραδοσιακό | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | παραδοσιακοί | παραδοσιακές | παραδοσιακά | |||
génitif | παραδοσιακών | παραδοσιακών | παραδοσιακών | |||
accusatif | παραδοσιακούς | παραδοσιακές | παραδοσιακά | |||
vocatif | παραδοσιακοί | παραδοσιακές | παραδοσιακά |
παραδοσιακός (paradhosiakós) \pa.ɾa.ðɔ.si.a.ˈkɔs\
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.