προβληματικός
Grec
Étymologie
- Du grec ancien προβληματικός, problêmatikós (« de problème »).
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | προβληματικός | προβληματική | προβληματικό | |||
génitif | προβληματικού | προβληματικής | προβληματικού | |||
accusatif | προβληματικό | προβληματική | προβληματικό | |||
vocatif | προβληματικέ | προβληματική | προβληματικό | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | προβληματικοί | προβληματικές | προβληματικά | |||
génitif | προβληματικών | προβληματικών | προβληματικών | |||
accusatif | προβληματικούς | προβληματικές | προβληματικά | |||
vocatif | προβληματικοί | προβληματικές | προβληματικά |
προβληματικός (provlimatikós) \pɾɔ.vli.ma.ti.ˈkɔs\
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.