πόδι
: ποδί
Grec
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | πόδι | τα | πόδια |
Génitif | του | ποδιού | των | ποδιών |
Accusatif | το | πόδι | τα | πόδια |
Vocatif | πόδι | πόδια |
- (Anatomie) Pied.
Dérivés
- κεφαλόποδα
- ποδαρόδρομος
- ποδήλατο, ποδηλάτης, ποδηλασία
- ποδοκίνητος
- ποδοβολητό
- ποδόγυρος
- ποδόλουτρο
- ποδοπατώ
- ποδόσφαιρο
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.