σταυρός
: Σταυρός
Grec
Étymologie
- Du grec ancien σταυρός, staurós (« pieu, croix »).
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | σταυρός | οι | σταυροί |
Génitif | του | σταυρού | των | σταυρών |
Accusatif | το(ν) | σταυρό | τους | σταυρούς |
Vocatif | σταυρέ | σταυροί |
σταυρός, stavrós \Prononciation ?\ masculin
- (Religion) Croix.
- ο Σταυρός του Ιησού Χριστού, la Croix de Jésus-Christ.
- Croix.
- Ερυθρός Σταυρός, la Croix Rouge.
Dérivés
- σταυρικός
- σταύρωση
- σταύρωμα
- σταυρώνω
- Σταύρος
- σταυροβελονιά
- σταυροκοπιέμαι
- σταυροπηγιακός
- σταυροφόρος
- μονοσταυρία, δισταυρία, πολυσταυρία
Références
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (σταυρός)
Voir aussi
- σταυρός sur l’encyclopédie Wikipédia (en grec)
Grec ancien
Dérivés
- σταυρικός
- σταυρίον
- σταυροειδής, cruciforme
- σταυροφόρος, qui porte la croix
- σταυροκόμιστος
- σταυρότυπος, marqué de la croix
- σταυρόω, entourer de pieux
- σταύρωμα, palissade
- σταυρώσιμος, qui mérite la crucifixion
- σταύρωσις
Dérivés dans d’autres langues
- Grec : σταυρός
Références
- « σταυρός », dans Henry George Liddell, Robert Scott, An Intermediate Greek-English Lexicon, 1889 → consulter cet ouvrage
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.