συμβατός

Grec

Étymologie

Du grec ancien συμβατός, sumbatós.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif συμβατός συμβατή συμβατό
génitif συμβατού συμβατής συμβατού
accusatif συμβατό συμβατή συμβατό
vocatif συμβατέ συμβατή συμβατό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif συμβατοί συμβατές συμβατά
génitif συμβατών συμβατών συμβατών
accusatif συμβατούς συμβατές συμβατά
vocatif συμβατοί συμβατές συμβατά

συμβατός (simvatós) \siɱ.va.ˈtɔs\

  1. Compatible.

Grec ancien

Étymologie

Participe passé adjectivé de συμβαίνω, sumbaínô  arriver ensemble, se produire »).

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif συμβατός συμβατή συμβατόν
vocatif συμβατέ συμβατή συμβατόν
accusatif συμβατόν συμβατήν συμβατόν
génitif συμβατοῦ συμβατῆς συμβατοῦ
datif συμβατ συμβατ συμβατ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif συμβατώ συμβατά συμβατώ
vocatif συμβατώ συμβατά συμβατώ
accusatif συμβατώ συμβατά συμβατώ
génitif συμβατοῖν συμβαταῖν συμβατοῖν
datif συμβατοῖν συμβαταῖν συμβατοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif συμβατοί συμβαταί συμβατά
vocatif συμβατοί συμβαταί συμβατά
accusatif συμβατούς συμβατάς συμβατά
génitif συμβατῶν συμβατῶν συμβατῶν
datif συμβατοῖς συμβαταῖς συμβατοῖς

συμβατός, sumbatós \sym.ba.ˈtos\

  1. Ce qui arrive.

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.