συνάντηση
Grec
Étymologie
- Du grec ancien συνάντησις, sunántêsis.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | συνάντηση | οι | συναντήσεις |
Génitif | της | συνάντησης συναντήσεως |
των | συναντήσεων |
Accusatif | τη(ν) | συνάντηση | τις | συναντήσεις |
Vocatif | συνάντηση | συναντήσεις |
συνάντηση, synántisi \si.ˈnan.di.si\ féminin
- Rencontre.
- Διοργάνωση αθλητικών συναντήσεων.
Apparentés étymologiques
- συναντώ
Références
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (συνάντηση)
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.