συνομοσπονδιακός
Grec
Étymologie
- Mot dérivé de συνομοσπονδία, sinomospondía (« confédération ») avec le suffixe -ακός, -ákos ; voir ομοσπονδιακός.
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | συνομοσπονδιακός | συνομοσπονδιακή | συνομοσπονδιακό | |||
génitif | συνομοσπονδιακού | συνομοσπονδιακής | συνομοσπονδιακού | |||
accusatif | συνομοσπονδιακό | συνομοσπονδιακή | συνομοσπονδιακό | |||
vocatif | συνομοσπονδιακέ | συνομοσπονδιακή | συνομοσπονδιακό | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | συνομοσπονδιακοί | συνομοσπονδιακές | συνομοσπονδιακά | |||
génitif | συνομοσπονδιακών | συνομοσπονδιακών | συνομοσπονδιακών | |||
accusatif | συνομοσπονδιακούς | συνομοσπονδιακές | συνομοσπονδιακά | |||
vocatif | συνομοσπονδιακοί | συνομοσπονδιακές | συνομοσπονδιακά |
συνομοσπονδιακός (sinomospondhiakós) \si.nɔ.mɔ.spɔn.ði.a.ˈkɔs\
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.