σφυγμός

Grec

Étymologie

Du grec ancien σφυγμός, sphugmós.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  σφυγμός οι  σφυγμοί
Génitif του  σφυγμού των  σφυγμών
Accusatif το(ν)  σφυγμό τους  σφυγμούς
Vocatif σφυγμέ σφυγμοί

σφυγμός (sfigmós) \sfiɣ.ˈmɔs\ masculin

  1. (Physiologie) Pouls.

Dérivés

  • σφυγμικός
  • σφύζω
  • σφύξη
  • σφυγμογράφημα
  • σφυγμογραφία
  • σφυγμογράφος
  • σφυγμομέτρηση
  • σφυγμόμετρο
  • σφυγμομετρώ
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.