σχολικός

Grec

Étymologie

Dérivé de σχολείο avec le suffixe -ικός.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif σχολικός σχολική σχολικό
génitif σχολικού σχολικής σχολικού
accusatif σχολικό σχολική σχολικό
vocatif σχολικέ σχολική σχολικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif σχολικοί σχολικές σχολικά
génitif σχολικών σχολικών σχολικών
accusatif σχολικούς σχολικές σχολικά
vocatif σχολικοί σχολικές σχολικά

σχολικός (skholikós) \sxɔ.li.ˈkɔs\

  1. Scolaire.
    Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.