τρομακτικός
Grec
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | τρομακτικός | τρομακτική | τρομακτικό | |||
génitif | τρομακτικού | τρομακτικής | τρομακτικού | |||
accusatif | τρομακτικό | τρομακτική | τρομακτικό | |||
vocatif | τρομακτικέ | τρομακτική | τρομακτικό | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | τρομακτικοί | τρομακτικές | τρομακτικά | |||
génitif | τρομακτικών | τρομακτικών | τρομακτικών | |||
accusatif | τρομακτικούς | τρομακτικές | τρομακτικά | |||
vocatif | τρομακτικοί | τρομακτικές | τρομακτικά |
τρομακτικός (tromaktikós) \tɾɔ.ma.kti.ˈkɔs\
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.