υπεροπτικός
Grec
Étymologie
- Du grec ancien ὑπεροπτικός, huperoptikós.
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | υπεροπτικός | υπεροπτική | υπεροπτικό | |||
génitif | υπεροπτικού | υπεροπτικής | υπεροπτικού | |||
accusatif | υπεροπτικό | υπεροπτική | υπεροπτικό | |||
vocatif | υπεροπτικέ | υπεροπτική | υπεροπτικό | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | υπεροπτικοί | υπεροπτικές | υπεροπτικά | |||
génitif | υπεροπτικών | υπεροπτικών | υπεροπτικών | |||
accusatif | υπεροπτικούς | υπεροπτικές | υπεροπτικά | |||
vocatif | υπεροπτικοί | υπεροπτικές | υπεροπτικά |
υπεροπτικός (iperoptikós) \i.pɛ.ɾɔp.ti.ˈkɔs\
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.