υποδερμικός
Grec
Étymologie
- Dérivé de δερμικός avec le préfixe υπο-.
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | υποδερμικός | υποδερμική | υποδερμικό | |||
génitif | υποδερμικού | υποδερμικής | υποδερμικού | |||
accusatif | υποδερμικό | υποδερμική | υποδερμικό | |||
vocatif | υποδερμικέ | υποδερμική | υποδερμικό | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | υποδερμικοί | υποδερμικές | υποδερμικά | |||
génitif | υποδερμικών | υποδερμικών | υποδερμικών | |||
accusatif | υποδερμικούς | υποδερμικές | υποδερμικά | |||
vocatif | υποδερμικοί | υποδερμικές | υποδερμικά |
υποδερμικός (ipodhermikós) \i.pɔ.ðɛɾ.mi.ˈkɔs\
- (Médecine) Hypodermique.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.