χρυσελεφάντινος
Grec
Étymologie
- Du grec ancien χρυσελεφάντινος, khruselephantinos (« d’or et d’ivoire »).
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | χρυσελεφάντινος | χρυσελεφάντινη | χρυσελεφάντινο | |||
génitif | χρυσελεφάντινου | χρυσελεφάντινης | χρυσελεφάντινου | |||
accusatif | χρυσελεφάντινο | χρυσελεφάντινη | χρυσελεφάντινο | |||
vocatif | χρυσελεφάντινε | χρυσελεφάντινη | χρυσελεφάντινο | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | χρυσελεφάντινοι | χρυσελεφάντινες | χρυσελεφάντινα | |||
génitif | χρυσελεφάντινων | χρυσελεφάντινων | χρυσελεφάντινων | |||
accusatif | χρυσελεφάντινους | χρυσελεφάντινες | χρυσελεφάντινα | |||
vocatif | χρυσελεφάντινοι | χρυσελεφάντινες | χρυσελεφάντινα |
χρυσελεφάντινος (khriselfándinos) \xɾi.sɛ.lɛ.ˈfan.di.nɔs\
- Chryséléphantin.
- ο Φειδίας κατασκεύασε τα χρυσελεφάντινα αγάλαματα της ΑΘηνάς στον Παρθενώνα και του Δία στην Ολυμπία.
Grec ancien
Étymologie
- Mot composé de χρυσός, khrusós (« or ») et de ἐλεφάντινος, elephantinos (« d’ivoire »).
Dérivés dans d’autres langues
- Grec : χρυσελεφάντινος
- Français : chryséléphantin
Références
- Henry Liddell et Robert Scott, A Greek-English lexicon, American Book Company, 1901 → consulter cet ouvrage
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.