ἔγκυκλος

Grec ancien

Étymologie

Mot composé de ἐν, én  in- ») et de κύκλος, kúklos  cercle »), littéralement « en cercle ».

Adjectif

Cas Singulier Pluriel Duel
Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre
Nominatif ἔγκυκλος ἔγκυκλος ἔγκυκλον ἔγκυκλοι ἔγκυκλοι ἔγκυκλα ἐγκύκλω ἐγκύκλω ἐγκύκλω
Vocatif ἔγκυκλε ἔγκυκλε ἔγκυκλον ἔγκυκλοι ἔγκυκλοι ἔγκυκλα ἐγκύκλω ἐγκύκλω ἐγκύκλω
Accusatif ἔγκυκλον ἔγκυκλον ἔγκυκλον ἐγκύκλους ἐγκύκλους ἔγκυκλα ἐγκύκλω ἐγκύκλω ἐγκύκλω
Génitif ἐγκύκλου ἐγκύκλου ἐγκύκλου ἐγκύκλων ἐγκύκλων ἐγκύκλων ἐγκύκλοιν ἐγκύκλοιν ἐγκύκλοιν
Datif ἐγκύκλ ἐγκύκλ ἐγκύκλ ἐγκύκλοις ἐγκύκλοις ἐγκύκλοις ἐγκύκλοιν ἐγκύκλοιν ἐγκύκλοιν

ἔγκυκλος, énkyklos \ˈeŋ.kʉ.klos\

  1. Qui est en cercle, rond, circulaire.

Dérivés

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.