-τρια

Grec

Étymologie

Du grec ancien.

Suffixe

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  -τρια οι  -τριες
Génitif της  -τριας των  -τριών
Accusatif τη(ν)  -τρια τις  -τριες
Vocatif -τρια -τριες

-τρια \tɾi.a\

  1. Suffixe servant à former l’équivalent féminin des substantifs masculins en -της désignant une personne agissant.

Dérivés

  • αγοράστρια
  • αγορήτρια
  • αγωνίστρια
  • αδικήτρια
  • αθεΐστρια
  • αθλήτρια
  • αιμοδότρια
  • αιμομίκτρια
  • αιμομίχτρια
  • ακοντίστρια
  • ακροάτρια
  • ακτιβίστρια
  • αλεξιπτωτίστρια
  • αλητοτουρίστρια
  • αλπινίστρια
  • άλτρια
  • αλτρουίστρια
  • αλχημίστρια
  • αλωνίστρια
  • αμοραλίστρια
  • αναγνώστρια
  • ανακαινίστρια
  • ανακρίτρια
  • αναλύτρια
  • αναμορφώτρια
  • αναπληρώτρια
  • ανεμογεννήτρια
  • ανθοδέτρια
  • ανθρωπίστρια
  • ανορθώτρια
  • ανταγωνίστρια
  • ανταποκρίτρια
  • αντεπαναστάτρια
  • αντεράστρια
  • αντικαταστάτρια
  • αντικομουνίστρια
  • αντικομφορμίστρια
  • αντιμιλιταρίστρια
  • αντισημίτρια
  • αντισφαιρίστρια
  • αντιφασίστρια
  • αντιφεμινίστρια
  • απελευθερώτρια
  • απεργοσπάστρια
  • αποδέκτρια
  • απολογήτρια
  • αριβίστρια
  • αριστερίστρια
  • αρνήτρια
  • αρπίστρια
  • αρσιβαρίστρια
  • αρτεργάτρια
  • αρχιεργάτρια
  • αρχιλογίστρια
  • αρχισυντάκτρια
  • αρχισυντάχτρια
  • ασκήτρια
  • ασυρματίστρια
  • ατομικίστρια
  • ατομίστρια
  • αυλήτρια
  • αυτοκινητίστρια
  • αυτονομίστρια
  • αφηγήτρια
  • βακχεύτρια
  • βασανίστρια
  • βιβλιεκδότρια
  • βιβλιοδέτρια
  • βιβλιοσυλλέκτρια
  • βιολίστρια
  • βιοπαλαίστρια
  • βομβίστρια
  • βουδίστρια
  • γελάστρια
  • γεννήτρια
  • γλύπτρια
  • γλωσσοπλάστρια
  • γνωμοδότρια
  • γνώστρια
  • γραμματοσυλλέκτρια
  • γυμνάστρια
  • γυμνίστρια
  • δαιμονίστρια
  • δαμάστρια
  • δανειολήπτρια
  • δανείστρια
  • δεσμώτρια
  • δευτεραγωνίστρια
  • δηλητηριάστρια
  • δημοτικίστρια
  • διαβιβάστρια
  • διαδηλώτρια
  • διακινήτρια
  • διαμορφώτρια
  • διανεμήτρια
  • διανοήτρια
  • διαπραγματεύτρια
  • διαρρήκτρια
  • διασκεδάστρια
  • διασκευάστρια
  • διαφημίστρια
  • διαφωτίστρια
  • διαχειρίστρια
  • διεγέρτρια
  • διεθνίστρια
  • διεκδικήτρια
  • διεκπεραιώτρια
  • διερευνήτρια
  • διευθύντρια
  • διοικήτρια
  • διοργανώτρια
  • διορθώτρια
  • διχάστρια
  • διώκτρια
  • διώχτρια
  • δότρια
  • δράστρια
  • δύτρια
  • δωρήτρια
  • εγκωμιάστρια
  • εγωίστρια
  • εθελόντρια
  • εθνικίστρια
  • εθνικοσοσιαλίστρια
  • εικονολήπτρια
  • εισηγήτρια
  • εκβιάστρια
  • εκδικήτρια
  • εκδότρια
  • εκθέτρια
  • εκλαϊκεύτρια
  • εκμαυλίστρια
  • εκμεταλλεύτρια
  • εκμισθώτρια
  • εκπαιδεύτρια
  • εκτελωνίστρια
  • εκτιμήτρια
  • εκφωνήτρια
  • εκχωρήτρια
  • ελέγκτρια
  • ελεήτρια
  • ελευθερώτρια
  • εμπνεύστρια
  • εμποδίστρια
  • εμπρήστρια
  • ενδυναμώτρια
  • ενθουσιάστρια
  • ενοικιάστρια
  • εντολοδότρια
  • εξερευνήτρια
  • εξετάστρια
  • εξιχνιάστρια
  • εξολοθρεύτρια
  • εξουσιάστρια
  • εξτρεμίστρια
  • εξωμότρια
  • επαναστάτρια
  • επενδύτρια
  • επιβάτρια
  • επιδιορθώτρια
  • επιθεωρήτρια
  • επικρίτρια
  • επιμελήτρια
  • επινοήτρια
  • επισκέπτρια
  • επισκευάστρια
  • επιστάτρια
  • επιτηρήτρια
  • επόπτρια
  • ερανίστρια
  • εργάτρια
  • εργοδότρια
  • εργολήπτρια
  • ερευνήτρια
  • ερμηνεύτρια
  • ερπύστρια
  • ευδαιμονίστρια
  • ευρωπαΐστρια
  • εφευρέτρια
  • ζεμανφουτίστρια
  • ζηλώτρια
  • ζυμώτρια
  • ηδονίστρια
  • ηλεκτρογεννήτρια
  • ηχολήπτρια
  • θαυμάστρια
  • θεογεννήτρια
  • θεοσοφίστρια
  • θεραπεύτρια
  • θερίστρια
  • θετικίστρια
  • θηρεύτρια
  • θηριοδαμάστρια
  • θιασώτρια
  • θριαμβεύτρια
  • θωπεύτρια
  • ιδεαλίστρια
  • ιδιοκτήτρια
  • ιδρύτρια
  • ιμπεριαλίστρια
  • ινδουίστρια
  • ιππεύτρια
  • ιρασιοναλίστρια
  • ισορροπίστρια
  • καθαρίστρια
  • καθηγήτρια
  • κακοπληρώτρια
  • καλαθοσφαιρίστρια
  • καλβινίστρια
  • καλλιεργήτρια
  • καλλωπίστρια
  • καλοπληρώτρια
  • καπιταλίστρια
  • καπνεργάτρια
  • καπνίστρια
  • καρδιογνώστρια
  • καρπώτρια
  • καταδότρια
  • καταθέτρια
  • κατακτήτρια
  • καταναλώτρια
  • κατασκευάστρια
  • κατασκηνώτρια
  • καταφρονήτρια
  • καταχράστρια
  • κατηχήτρια
  • κεντήτρια
  • κιθαρίστρια
  • κλαδεύτρια
  • κλασικίστρια
  • κληροδότρια
  • κλώστρια
  • κολυμβήτρια
  • κομίστρια
  • κομμώτρια
  • κομουνίστρια
  • κομπάστρια
  • κομφορμίστρια
  • κόπτρια
  • κοσμήτρια
  • κυβεύτρια
  • λαθραναγνώστρια
  • λαϊκίστρια
  • λενινίστρια
  • λευκάντρια
  • λήπτρια
  • λογίστρια
  • λύτρια
  • λωποδύτρια
  • μαγγανεύτρια
  • μαγνητογεννήτρια
  • μαζοχίστρια
  • μαθήτρια
  • μαοΐστρια
  • μαρξίστρια
  • μαυλίστρια
  • μαχήτρια
  • μειοδότρια
  • μελετήτρια
  • μεσεγγυήτρια
  • μεσίτρια
  • μεσολαβήτρια
  • μετανάστρια
  • μεταρρυθμίστρια
  • μεταφράστρια
  • μηδενίστρια
  • μηνύτρια
  • μικροϊδιοκτήτρια
  • μιλιταρίστρια
  • μιμήτρια
  • μισθώτρια
  • μονάστρια
  • μουσικοσυνθέτρια
  • μπερξονίστρια
  • μυθοπλάστρια
  • μυστικίστρια
  • ναυλομεσίτρια
  • ναυλώτρια
  • νεοελληνίστρια
  • νεοεμπρεσιονίστρια
  • νεοκλασικίστρια
  • νεοναζίστρια
  • νεοφασίστρια
  • νεωτερίστρια
  • νηστεύτρια
  • νικήτρια
  • νιχιλίστρια
  • νομπελίστρια
  • νοσηλεύτρια
  • ξάντρια
  • οδηγήτρια
  • ομιλήτρια
  • οπορτουνίστρια
  • οπτιμίστρια
  • οραματίστρια
  • οργανώτρια
  • ορθολογίστρια
  • ουμανίστρια
  • ουτοπίστρια
  • παγανίστρια
  • παίκτρια
  • πανηγυρίστρια
  • πανθεΐστρια
  • πανσλαβίστρια
  • παντογνώστρια
  • παραγγελιοδότρια
  • παραλήπτρια
  • παρασκευάστρια
  • παρατηρήτρια
  • παραφράστρια
  • παρηγορήτρια
  • πειραματίστρια
  • περιηγήτρια
  • περιπατήτρια
  • πεσιμίστρια
  • πιανίστρια
  • πιστοδότρια
  • πιστολήπτρια
  • πιστώτρια
  • πλειοδότρια
  • πληροφοριοδότρια
  • πλοιοκτήτρια
  • πνευματίστρια
  • ποδοσφαιρίστρια
  • ποιήτρια
  • προασπίστρια
  • προγραμματίστρια
  • προγυμνάστρια
  • προμηθεύτρια
  • προπαρασκευάστρια
  • προσκυνήτρια
  • πρωταγωνίστρια
  • πρωταθλήτρια
  • πρωτεργάτρια
  • πωλήτρια
  • ρακοσυλλέκτρια
  • ρατσίστρια
  • ρεαλίστρια
  • ρεφορμίστρια
  • σαδίστρια
  • σαδομαζοχίστρια
  • σιωνίστρια
  • σκακίστρια
  • σοβινίστρια
  • σοσιαλίστρια
  • σουρεαλίστρια
  • σπουδάστρια
  • συγχορεύτρια
  • συμμαθήτρια
  • συμμαχήτρια
  • συμπαίκτρια
  • συμπλοιοκτήτρια
  • συμπολεμίστρια
  • συμπρωταγωνίστρια
  • συμφοιτήτρια
  • συναγωνίστρια
  • συναθλήτρια
  • συνδικαλίστρια
  • συνδρομήτρια
  • συνεγγυήτρια
  • συνιδιοκτήτρια
  • συντονίστρια
  • σχεδιάστρια
  • ταξιθέτρια
  • τενίστρια
  • τεχνίτρια
  • τηλεγραφήτρια
  • τηλεθεάτρια
  • τηλεπαρουσιάστρια
  • τηλεφωνήτρια
  • τοπικίστρια
  • τουρίστρια
  • τραγουδίστρια
  • τριταγωνίστρια
  • τριτεγγυήτρια
  • τροτσκίστρια
  • τροφοδότρια
  • υπερασπίστρια
  • υπερρεαλίστρια
  • υπηρέτρια
  • υπνωτίστρια
  • υποδιευθύντρια
  • υποκρίτρια
  • υπολογίστρια
  • υπομισθώτρια
  • υπονομεύτρια
  • υφάντρια
  • υφηγήτρια
  • φεμινίστρια
  • φετιχίστρια
  • φοιτήτρια
  • φυσιοθεραπεύτρια
  • χειρίστρια
  • χορεύτρια
  • ψυχαναλύτρια
  • ψυχοθεραπεύτρια
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.